ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ 1ΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΛΥΚΕΙΟΥ
Το πρώτο Γυμνάσιο στην Κρήτη, του οποίου συνέχεια αποτελούν το 1ο Γυμνάσιο και το 1ο Λύκειο, ιδρύθηκε στο Ηράκλειο. Η ίδρυσή του ήταν αποτέλεσμα των επίμονων προσπαθειών των Κρητικών που, στερημένοι τότε επαρκούς μόρφωσης, αγωνίστηκαν επίμονα γι’ αυτήν. Ο αγώνας τους κορυφώθηκε το 1865, όταν ξεσηκώθηκαν για να διεκδικήσουν τη διάθεση των μοναστηριακών προσόδων για την ίδρυση σχολείων, γεγονός που οδήγησε στη μεγάλη και ατυχή επανάσταση του 1866-1869.
Η διάρθρωση της εκπαίδευσης στην Κρήτη το 19ο αι. ήταν ανάλογη εκείνης που θεσμοθετήθηκε στο ελληνικό κράτος με βασιλικό διάταγμα στις 31-12-1836. Με το διάταγμα αυτό καθιερώθηκαν δύο βαθμίδες εκπαίδευσης: α) η πρωτοβάθμια, που περιλάμβανε επτατάξια Δημοτικά ή σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης, και β) η δευτεροβάθμια, που περιλάμβανε το τριετές «Ελληνικό» σχολείο και το τετραετές «Γυμνάσιο». Το σύστημα αυτό διατηρήθηκε στην Ελλάδα μέχρι το 1929, οπότε καταργήθηκαν τα Ελληνικά σχολεία και τα Γυμνάσια έγιναν εξατάξια.
Στο Ηράκλειο λειτουργούσαν δύο Ελληνικά σχολεία, ένα αρρένων από το 1835 και ένα θηλέων από το 1844. Η πρώτη συντονισμένη προσπάθεια για την ίδρυση Γυμνασίου φαίνεται να έγινε στις 9-10-1862 με πρωτοβουλία του τότε μητροπολίτη Διονυσίου. Στη σύσκεψη που συγκλήθηκε συμμετείχαν η Δημογεροντία Ηρακλείου, η Εφορεία των σχολείων, η Επιτροπή του υπό ανέγερση μητροπολιτικού ναού του Αγίου Μηνά και η επιτροπή του νοσοκομείου και του νεκροταφείου της χριστιανικής κοινότητας της πόλης. Στο Πρακτικό αυτής της σύσκεψης αναγράφονται οι προσπάθειες που καταβάλλονταν προκειμένου να εξασφαλιστούν οι οικονομικοί πόροι για τη λειτουργία ενός πλήρους Γυμνασίου και η δωρεά γι΄ αυτό το σκοπό ενός μετοχίου στη Μεσαρά από τη Μητρόπολη, η οποία εγκρίθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στο ίδιο Πρακτικό αναφέρεται και η απόφαση διορισμού Σχολάρχη και ενός Καθηγητή.
Το 1872 υποβλήθηκε στη Γενική Διοίκηση της Κρήτης στατιστικός πίνακας για τα σχολεία που λειτουργούσαν στην πόλη του Ηρακλείου. Σε αυτόν φαίνεται ότι λειτουργούσε ακόμη μία μόνο γυμνασιακή τάξη. Το 1873 ξεκίνησε η λειτουργία δεύτερης τάξης με την οικονομική συνδρομή της χριστιανικής κοινότητας της πόλης. Όμως οι ανάγκες ήταν μεγάλες και τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου η Εφορεία των σχολείων του διαμερίσματος Ηρακλείου ζήτησε τη οικονομική συνδρομή και της συντεχνίας των αρτοπωλών.
Το 1876 ο πρόεδρος του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως Η. Πασπάτης αναφέρει ότι υποβλήθηκε στον εν λόγω Σύλλογο αίτηση της Τμηματικής Εφορείας Ηρακλείου για οικονομική ενίσχυση, προκειμένου να ολοκληρωθεί το Ημιγυμνάσιο Ηρακλείου.
Από το 1878, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χαλέπας, η Εφορεία των σχολείων του Ηρακλείου εισέπραττε χρήματα για τη λειτουργία του Γυμνασίου και των υπόλοιπων σχολείων όλων των βαθμίδων από την Τουρκική Διοίκηση. Άλλα έσοδα προέρχονταν από τους πόρους των μοναστηριών κατά Πατριαρχική υπόδειξη, από χρήματα που εισπράττονταν μέσω της Χριστιανικής Ορφανικής Τράπεζας με απόφαση της Δημογεροντίας, από μηνιαία δίδακτρα που κατέβαλαν οι μαθητές για τη μισθοδοσία των εκπαιδευτικών ή για την εγγραφή και τα πιστοποιητικά τους, από εισφορές των Δήμων μετά το 1879, από ειδικούς για τη δημόσια εκπαίδευση δασμούς, από εράνους, λαχεία, πρόστιμα, συνδρομές και κληροδοτήματα.
Το 1879 η δημογεροντία και η Εφορεία του Ηρακλείου ζήτησαν από τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών να χρηματοδοτήσει τη λειτουργία του Γυμνασίου Ηρακλείου από το κληροδότημα του Ηρακλειώτη Αντ. Παπαδάκη στο Πανεπιστήμιο. Συγκροτήθηκε, μάλιστα, και εξαμελής επιτροπή Ηρακλειωτών που ζούσαν στην Αθήνα για να προωθήσει αυτό το ζήτημα.
Τον Ιούλιο του 1879 ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Ν. Δαμαλάς ανέφερε ότι η πρυτανεία θα χορηγούσε 3.600 δραχμές για τη μισθοδοσία δύο καθηγητών. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες της Εφορείας να αυξηθεί αυτή η επιχορήγηση, το 1885-1886 το Πανεπιστήμιο Αθηνών τη μείωσε στο μισό, χορηγώντας το υπόλοιπο ποσό στο Γυμνάσιο Μεραμβέλου, σύμφωνα με το Ν. Μελισσείδη, ο οποίος εισέπραξε την επιχορήγηση για λογαριασμό της Εφορείας Ηρακλείου.
Τελικά, το 1881 η Γενική Συνέλευση των Κρητών αποφάσισε την ίδρυση ενός πλήρους Γυμνασίου στο Ηράκλειο, με έξι καθηγητές: κλασικών γλωσσών, ιστορίας, φιλοσοφίας, ιερών, μαθηματικών και γαλλικής γλώσσας. Στις 8-9-1881 ιδρύθηκε η τρίτη τάξη και το 1884 η τέταρτη. Έτσι ολοκληρώθηκε η λειτουργία του πρώτου Γυμνασίου στο Ηράκλειο.
Το Μάρτιο του 1883 το Πανεπιστήμιο Αθηνών ανακοίνωσε στο Γενικό Διοικητή Κρήτης Ιω. Φωτιάδη την αναγνώριση του Γυμνασίου Ηρακλείου ως ισότιμου με τα Γυμνάσια της Ελλάδας, παρέχοντας συνάμα το δικαίωμα στους απόφοιτούς του να εγγράφονται στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το αποτέλεσμα ήταν, όπως παρατηρεί και ο Ν. Σταυράκης, ο αριθμός των εγγραμμάτων να αυξηθεί αισθητά.
Από την ίδρυσή του το Α΄ Γυμνάσιο αντιμετώπιζε κτιριακό πρόβλημα, καθώς δεν είχε ιδιόκτητο κτίριο. Πολλές προσπάθειες γίνονταν για τη μόνιμη στέγασή του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στις 5 Νοεμβρίου του 1883 η Εφορεία Ηρακλείου έλαβε από «Μοναστηριακή περιουσία» το ποσό των 145.800 γροσίων, με το οποίο αγόρασε οικόπεδο για την ανέγερση του κτιρίου του Γυμνασίου στη συνοικία Τσικούρ Τσεσμέ (Τσουκούρ Τσεσμέ, ορθότερα, =η Βρύση του Λάκκου, στην αρχή της οδού Σπιναλόγκας, περιοχή Αγίου Ματθαίου). Τελικά το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε και ο αγρός ενοικιάστηκε. Έτσι το σχολείο λειτουργούσε σε διάφορα σπίτια της πόλης. Το 1900, και γι’ αρκετά χρόνια στη συνέχεια, στεγαζόταν στο κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται η Νομαρχία Ηρακλείου.
Το 1923, μετά από πρόταση του μητροπολίτη Τίτου Ζωγραφίδη, το σχολείο στεγάστηκε στην παλιότερη καθολική εκκλησία του Σωτήρος και μετέπειτα τουρκική («Βαλιδέ Τζαμί»), με δαπάνη του Εκκλησιαστικού Ταμείου.
Τελικά, το 1949 απέκτησε μόνιμη στέγη, καθώς του παραχωρήθηκε το κτίριο που είχε κατασκευαστεί με δωρεά του γιατρού Αντ. Καπετανάκη και της συζύγου του Βικτωρίας Καλοκαιρινού-Καπετανάκη πάνω στον προμαχώνα του Αγίου Δημητρίου (Άνω Τάμπια) του ενετικού τείχους, ανατολικά της πύλης του Λαζαρέτου και των Τριών Καμαρών, όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα. Γι’ αυτό απέκτησε και την προσωνυμία « Καπετανάκειο».
Στη διάρκεια της Κρητικής Πολιτείας λειτούργησε ως «Γυμνάσιο Ηρακλείου», όνομα που διατήρησε ως το σχολικό έτος 1921-1922. Από το 1922-23 έχει το όνομα Α΄ Γυμνάσιο Ηρακλείου, γιατί τότε δημιουργήθηκε και το Β΄ Γυμνάσιο. Το 1931-32 καταργήθηκε το Β΄ Γυμνάσιο και συγχωνεύτηκε ξανά με το Α΄ Γυμνάσιο, καθώς από το 1927 λειτούργησε ξεχωριστό Γυμνάσιο Θηλέων. Το 1949-1950 διασπάστηκε πάλι σε Α΄ και Β΄ Γυμνάσια Αρρένων Ηρακλείου, οκτατάξια, πρακτικής και κλασικής κατεύθυνσης όσον αφορά τις δύο τελευταίες τάξεις τους (ΦΕΚ 176/16-ο8-1950). Από το 1959-60 μέχρι το 1963-64 ήταν εξατάξιο. Από το 1964-65, με τη μεταρρύθμιση του Παπανούτσου, όταν πρωθυπουργός ήταν ο Γ. Παπανδρέου, χωρίστηκε σε δύο κύκλους, δηλαδή τριτάξιο Γυμνάσιο και τριτάξιο Λύκειο. Το 1967-68, μετά την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου, το Γυμνάσιο και το Λύκειο ενοποιήθηκαν ξανά, καθώς τα σχολεία της Μέσης εκπαίδευσης έγιναν εξατάξια Γυμνάσια. Το 1967-1968 λειτούργησε και στο 10 Γυμνάσιο τμήμα Θεωρητικής Κατεύθυνσης. Από το 1976-77, μετά τη μεταπολίτευση, το καθεστώς των σχολείων άλλαξε ξανά, και το 1ο Γυμνάσιο διαιρέθηκε σε τριτάξιο Α΄ Γυμνάσιο και τριτάξιο Α΄ Λύκειο Αρρένων Ηρακλείου με βάσει το Νόμο 309/76. Το 1979-1980 έγινε μικτό, όπως και όλα τα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης και μετονομάστηκε σε 1ο Λύκειο Ηρακλείου ή Καπετανάκειο, όνομα που διατηρεί ακόμη σήμερα.
ΤΟ «ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΕΙΟ»
Το Καπετανάκειο Ίδρυμα ή απλώς Καπετανάκειο, πήρε το όνομά του από τον ιδρυτή του, το γιατρό Αντώνη Καπετανάκι, που άφησε με τη διαθήκη του 200.000 δραχμές σε μετρητά και όλη την ακίνητη περιουσία του για το σκοπό αυτό. Σήμερα ονομάζεται Ίδρυμα Αντωνίου και Βικτωρίας Καπετανάκη, γιατί η γυναίκα του ιδρυτή Βικτωρία, κόρη του Λυσιμάχου Καλοκαιρινού, αγωνίστηκε και εκείνη για την πραγματοποίηση της επιθυμίας του συζύγου της, παραχωρώντας στο ίδρυμα ένα επιπλέον ποσό 2.500.000 δρχ. και μέρος της προσωπικής της περιουσίας.
Ο Αντώνιος Καπετανάκις γεννήθηκε στο Καμάρι Μαλεβυζίου το 1852 αλλά μεγάλωσε στο Ηράκλειο, όπου και ολοκλήρωσε τις βασικές του σπουδές. Στη συνέχεια φοίτησε στο περίφημο Λύκειο Barth της Σμύρνης, σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι. Στο Ηράκλειο επέστρεψε το 1880 για να ασκήσει την ιατρική, απολαμβάνοντας τη γενική εκτίμηση για την επαγγελματική του επάρκεια (παρά τα ελάχιστα μέσα που διέθετε η επιστήμη του εκείνη την εποχή), την ευσυνειδησία και τον εξαίρετο χαρακτήρα του. Για πολλά χρόνια εργάστηκε στο Χριστιανικό Νοσοκομείο Ηρακλείου, το γνωστό ως Σπιτάλια ή Ρωμέικα Σπιτάλια (εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το 8ο Δημοτικό σχολείο). Όπως αναφέρει ο Dr. Μανώλης Δετοράκης (εφ. Πατρίς, 9/3/1999), στις εφημερίδες της εποχής είχαν δημοσιευτεί πλήθος ευχαριστήρια για την προσφορά του σε ασθενείς, που αναφέρονταν σε εκείνον προσωπικά, ή και σε ομάδες γιατρών με τους οποίους συνεργαζόταν.
Το 1882 αρραβωνιάστηκε και στη συνέχεια παντρεύτηκε τη Βικτωρία, πρωτότοκη κόρη του Λυσιμάχου Καλοκαιρινού. Το 1902, όταν ιδρύθηκε το Πανάνειο, ο Καπετανάκις αποτέλεσε μέλος του Αδελφάτου του Νοσοκομείου. Υπήρξε επίσης δραστήριο μέλος του περίφημου Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ηρακλείου. Ενδιαφερόταν για τα κοινά και το εθνικό Ζήτημα της Κρήτης και υπήρξε επανειλημμένα εκλεγμένο μέλος της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών.
Πέθανε στο Ηράκλειο στις 5 Μαρτίου του 1909. Με τη διαθήκη του απέδειξε έμπρακτα τα φιλάνθρωπα αισθήματά του, αφήνοντας, όπως προαναφέρθηκε, όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του στη Χριστιανική Κοινότητα της πόλης, προκειμένου να ιδρυθεί φιλανθρωπικό ίδρυμα.
Αρχικά το Ίδρυμα, σύμφωνα με τη διαθήκη του ιδρυτή, προοριζόταν να είναι Πτωχοκομείο ή Ορφανοτροφείο ή άλλο παρεμφερές φιλανθρωπικό Ίδρυμα. Και πράγματι, μέχρι το 1925 αναφερόταν ως Πτωχοκομείο.
Το 1925, 17 χρόνια από το θάνατο του Αντώνη Καπετανάκι, άρχισε η πραγματοποίηση της μεγάλης επιθυμίας του. Μάλιστα, στις 12 Μαρτίου 1925, προκηρύχθηκε εκούσιος πλειστηριασμός κτημάτων της περιουσίας του με στόχο την εξασφάλιση των απαραίτητων κεφαλαίων για την ανέγερση του Ιδρύματος.
Οι προσπάθειες να βρεθεί κατάλληλο οικόπεδο για την ανέγερση του Ιδρύματος κράτησαν πολλά χρόνια. Τελικά επελέγη η Ακ- Ντάμπια, ο «Άγιος Δημήτριος» των Ενετών, προπύργιο του κύριου φρουρίου της πόλης, ανατολικά της τάφρου. Τα 3.000 τετραγωνικά μέτρα στην Ακ-Ντάμπια ανήκαν στο Δημόσιο. Στις 10 Ιουλίου 1908, μετά από ενέργειες του Συμβούλου (Υπουργού) των Οικονομικών της Κρητικής (τότε) Πολιτείας και των βουλευτών Λεβέντη, Πασχαλίδη, Μαυραντώνη, Μαραγκάκη και Φουντουλάκη, με νόμο της Κρητικής Βουλής παραχωρήθηκαν στην χριστιανική κοινότητα του Ηρακλείου για την ανέγερση σχολείων.
Με την απόφαση αυτή της Κρητικής Πολιτείας συμφώνησε το 1923, αρκετά χρόνια μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, και η Επαναστατική Κυβέρνηση του Πλαστήρα. Μετά από πρόταση του τότε Νομάρχη Λυδάκι εκδόθηκε Νομοθετικό Διάταγμα που παραχωρούσε το συγκεκριμένο οικόπεδο για την ανέγερση του Καπετανακείου Ιδρύματος. Σύμφωνα με το διάταγμα αυτό, θα παραχωρούνταν και τα περισσεύματα της Διαχείρισης Επισιτισμού της Νομαρχίας Ηρακλείου, συμπληρωματικά προς το κληροδότημα Καπετανάκη, για την κατασκευή του Ιδρύματος, με τον όρο να είναι Ορφανοτροφείο. Σ’ αυτό συνηγορούσε η εγκατάλειψη πλήθους ορφανών ήδη από τους πολέμους του 1912-1913, στα οποία προστέθηκαν και τα ορφανά των επόμενων πολέμων.
Το Δεκέμβριο του 1925 η Βικτωρία Καπετανάκι επισκέφτηκε το Μητροπολίτη Τίτο και το Νομάρχη Λυδάκι και τους δήλωσε ότι, εφόσον είχαν πια ξεπεραστεί όλα τα εμπόδια, επιθυμούσε να της παραχωρηθεί το οικόπεδο, προκειμένου να δημιουργήσει Ορφανοτροφείο Αρρένων, όπως προβλεπόταν και από τη διαθήκη του δωρητή, αφού είχε ήδη ιδρυθεί κρατικό Πτωχοκομείο. Έτσι από το 1925 και ως το 1938 το Καπετανάκειο Ίδρυμα αναφερόταν ως Ορφανοτροφείο, με επαγγελματικές και βιοτεχνικές Σχολές για την εκπαίδευση των ορφανών. Τελικά, το 1926 συμφωνήθηκε να χτιστεί το κτίριο του Ιδρύματος στην Ακ-Ντάμπια.
Όπως αναφέρεται στις τοπικές εφημερίδες της εποχής, το Μάρτιο του 1927 η Βικτωρία Καπετανάκι αποφάσισε να προχωρήσει στην ανέγερση του Καπετανάκειου Ορφανοτροφείου Αρρένων με δικές της δαπάνες. Ανέθεσε, λοιπόν, στο γνωστό αρχιτέκτονα - μηχανικό Δημ. Κυριακό την εκπόνηση της μελέτης. Το αρχικό σχέδιο κρίθηκε ανεφάρμοστο, γιατί ήταν υπερβολικά δαπανηρό. Έτσι, τροποποιήθηκε από το μηχανικό Ιωσήφ Χατζηδάκι, ο οποίος επέβλεψε και την κατασκευή του κτιρίου. Η οικοδόμηση του Καπετανάκειου ξεκίνησε στις 23 Ιουλίου 1928 και ολοκληρώθηκε το 1938, καταλαμβάνοντας επιφάνεια 900 τ.μ.
Την ίδια χρονιά πέθανε η Βικτωρία Καπετανάκι. Σύμφωνα με τη διαθήκη της, το κληροδότημα περιήλθε στο Δήμο Ηρακλείου. Καθώς το μεγαλύτερο μέρος των κληροδοτημάτων είχε ήδη δαπανηθεί για την ανέγερση του κτιρίου και οι πόροι που απέμεναν θεωρούνταν ανεπαρκείς για τη λειτουργία του Ορφανοτροφείου, ο Δήμος έκρινε σκόπιμο να παραχωρηθεί το κτίριο στο Υπουργείο Παιδείας, προκειμένου να στεγαστεί εκεί το Γυμνάσιο Αρρένων που δεν διέθετε στέγη. Τις απαραίτητες ενέργειες ανέλαβε ο Δήμαρχος Ηρακλείου Μηνάς Γεωργιάδης. Ο Υπουργός Παιδείας της τότε Κυβέρνησης Μεταξά αποδέχτηκε την πρόταση. Την παραχώρηση του Καπετανακείου στο Υπουργείο Παιδείας υπέγραψε εκ μέρους των συγγενών του Αντωνίου Καπετανάκι η κ. Αριστέα Κριμπά. Έτσι εκδόθηκε σχετικός αναγκαστικός νόμος, με τον οποίο μεταβιβαζόταν η κυριότητα του κτιρίου στη Σχολική Εφορεία του Γυμνασίου Ηρακλείου Κρήτης. Την αποπεράτωση του κτιρίου και τη μετατροπή του σε διδακτήριο αναλάμβανε το Δημόσιο, διαθέτοντας γι’ αυτό το σκοπό 2.500.000 δρχ. Αποφασιζόταν επίσης, να εντοιχιστεί στη μνήμη των δωρητών πλάκα με την επιγραφή «Εκπαιδευτήριο Αντ. και Βικτωρίας Καπετανάκη, το γένος Λυσιμάχου Καλοκαιρινού». Ακόμη οριζόταν να διατίθενται οι πρόσοδοι της περιουσίας του Καπετανακείου Ιδρύματος σε υποτροφίες απόρων μαθητών, κατά προτίμηση ορφανών. Τις υποτροφίες θα συνέχιζαν να παίρνουν και κατά τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο, εφόσον αρίστευαν.
Πριν όμως ολοκληρωθεί το κτίριο, αμέσως μετά την αποπεράτωση της τοιχοποιίας, το οίκημα κατέλαβε η στρατιωτική υπηρεσία. Από το 1938 ως το 1940 το χρησιμοποιούσε ως Φρουραρχείο και Στρατολογικό Γραφείο. Εκεί επίσης στεγάστηκε και το 603 Τάγμα Πεζικού για την ασφάλεια της πόλης.
Μετά την κατάληψη της πόλης στις 29 Μαΐου 1941, οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν το Καπετανάκειο ως στρατόπεδο συγκέντρωσης των αιχμαλώτων που συνέλαβαν στην περιοχή κατά τη μάχη της Κρήτης (2 Μαΐου-2 Ιουνίου 1941). Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, στις 11 Οκτωβρίου 1944, το Καπετανάκειο χρησιμοποιήθηκε ξανά από τον ελληνικό στρατό, γιατί τα παραπήγματα στα τείχη που χρησιμοποιούσε παλιότερα (τα οποία είχαν κατασκευαστεί από τους Άγγλους το 1900-1905) είχαν καταστραφεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όπως και οι στρατώνες των Ρουσών.
Αυτό το διάστημα (1945-48) το Γυμνάσιο Αρρένων συστεγαζόταν με όλα τα Γυμνάσια (Εμπορική Σχολή, Γυμνάσιο Θηλέων, Νυκτερινό Γυμνάσιο) στον παλιό βενετσιάνικο ναό των Αυγουστίνων μοναχών, το ναό του Σωτήρος (San Salvatore, μετέπειτα Βαλιδέ Τζαμί), καθώς όλα τα σχολικά κτίρια είχαν κατεδαφιστεί από τους βομβαρδισμούς κατά τον πόλεμο. Στο Καπετανάκειο μεταφέρθηκε το σχολικό έτος 1948-1949.
Το 1950-1951 διασπάστηκε σε 1ο και 2ο Γυμνάσιο Αρρένων. Αρχικά τα δύο σχολεία κατέλαβαν τη δυτική πτέρυγα του κτηρίου και συνυπήρχαν με τις στρατιωτικές υπηρεσίες που εξακολούθησαν να στεγάζονται στην ανατολική. Τελικά, το 1954-55, μετά από τριετείς ενέργειες του Γυμνασιάρχη Μιχ. Καφετζάκη, οι στρατιωτικές υπηρεσίες εγκατέλειψαν το κτίριο. Έτσι τα δύο Γυμνάσια λειτουργούσαν πια μόνο πρωί, το 1ο Γυμνάσιο στη δυτική πτέρυγα και το 2ο στην ανατολική. Στο Καπετανάκειο φιλοξενήθηκε από το 1952 ως το 1958 και η Σχολή Υπομηχανικών που υπαγόταν στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Εκεί επίσης στεγάστηκε και το Γυμνάσιο Θηλέων για ένα χρόνο, μετά το μεγάλο σεισμό στις 14-5-1959, ώσπου να επισκευαστεί το δικό του κτίριο, το Βαλιδέ Τζαμί.
Στα δύο σχολεία του Καπετανάκειου φοίτησαν πλήθος Ηρακλειώτες. Οι επιτυχίες τους στις εισαγωγικές εξετάσεις για τα Πανεπιστήμια ήταν τόσο πολλές, ώστε απέκτησαν πανελλήνια φήμη. Πολλοί από τους απόφοιτους του Καπετανάκειου διακρίθηκαν στον επιστημονικό και επιχειρηματικό τομέα στην Ελλάδα και το εξωτερικό ή αποτελούν σημαντικά στελέχη της πόλης μας σήμερα.
Στο Καπετανάκειο στεγάστηκαν αργότερα, και για πολλά χρόνια, το 1ο και 7ο Γυμνάσιο, το 1ο και 5ο Λύκειο και το Εσπερινό Γυμνάσιο. Σήμερα σ’ αυτό το κτίριο με τη μοναδική θέα και θέση, στο κέντρο της πόλης, στεγάζονται το 1ο Γυμνάσιο και το 1ο Λύκειο, καθώς και το Εσπερινό Γυμνάσιο. Εξακολουθεί δηλαδή να επιβαρύνεται υπερβολικά, σ’ αντίθεση με τα άλλα διδακτήρια της πόλης, πράγμα που οφείλουν να αντιμετωπίσουν οι αρμόδιοι φορείς.
Το διδακτικό προσωπικό προσπαθεί να εναρμονίζεται με τις σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις και τις απαιτήσεις της εποχής. Οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται είναι πλούσιες. Καταβάλλεται προσπάθεια να αναδεικνύονται τα ταλέντα και οι δεξιότητες των μαθητών και να συνδέεται το σχολείο με την κοινωνία και τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Και, επιτέλους, οι αρμόδιοι φορείς, με πρωτοβουλία της εκπαιδευτικού – Νομάρχη, κυρίας Ευαγγελίας Σχοιναράκη, έδειξαν την αναμενόμενη ευαισθησία, αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία της ριζικής ανακαίνισης του κτιρίου. Η συντήρηση και η ανακαίνισή του μπορούν –και αναμένουμε- να το αναδείξουν σε ένα κόσμημα της πόλης, όπως το δικαιούται και του αξίζει.